- σισύμβρινος
- σῐσύμβρ-ινος, η, ον,A of
σίσυμβρον, μύρον Antiph.106.5
, Thphr.Od. 27.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σίσυμβρον, μύρον Antiph.106.5
, Thphr.Od. 27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σισύμβρινος — ίνη, ον, ΜΑ παρασκευασμένος από ή με σισύμβριο, δηλαδή δυόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σισύμβριον «είδος φυτού» + κατάλ. ινος (πρβλ. πύρ ινος)] … Dictionary of Greek
σισύμβρινον — σισύμβρινος of masc acc sg σισύμβρινος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σισυμβρίνου — σισύμβρινος of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σισυμβρίνῳ — σισύμβρινος of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)